υιοθετώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

υιοθετώ < υἱοθεσία < υἱόν + θέσθαι (< τίθεμαι)

Ρήμα

υιοθετώ (παθητική φωνή: υιοθετούμαι)

  1. (κυριολεκτικά) αναγνωρίζω ένα παιδί ως δικό μου με υιοθεσία
    αφού δεν μπόρεσαν να κάνουν παιδιά, υιοθέτησαν
     συνώνυμα: αναλαμβάνω
  2. (μεταφορικά) εγκρίνω κι ενστερνίζομαι κάτι ως δικό μου
    έχει υιοθετήσει ακόμη και τον τρόπο ομιλίας του αγαπημένου της!

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.