έθιμο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | έθιμο | τα | έθιμα |
| γενική | του | εθίμου & έθιμου |
των | εθίμων |
| αιτιατική | το | έθιμο | τα | έθιμα |
| κλητική | έθιμο | έθιμα | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- έθιμο < αρχαία ελληνική ἔθιμον, ουδέτερο του επιθέτου ἔθιμος < ἔθω
Ουσιαστικό
έθιμο ουδέτερο
- ενέργεια που επαναλαμβάνεται σε καθορισμένες περιστάσεις, όπως έχει καθιερωθεί από την παράδοση ενός λαού ή τόπου
- τα τοπικά έθιμα του γάμου
- τα ήθη και τα έθιμα του ελληνικού λαού
- (νομικά) είναι η επαναλαμβανόμενη τήρηση για μεγάλο χρονικό διάστημα κάποιας ορισμένης συμπεριφοράς, όπου με την πάροδο του χρόνου αποκτά ολοένα και μεγαλύτερη νομική ισχύ, αποτελώντας έτσι πρωτογενή πηγή δικαίου και για οποιοδήποτε κλάδο (δικαίου)
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.