γνώμη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | γνώμη | οι | γνώμες |
| γενική | της | γνώμης | των | γνωμών |
| αιτιατική | τη | γνώμη | τις | γνώμες |
| κλητική | γνώμη | γνώμες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γνώμη < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική γνώμη < θέμα γνω- όπως και στο γιγνώσκω
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈɣno.mi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γνώ‐μη
Εκφράσεις
- η κοινή γνώμη: η γενικότερη στάση της κοινωνίας, η ίδια η κοινωνία
- κατά την ταπεινή μου γνώμη: έκφραση που συνηθίζεται στο διαδίκτυο και σε άλλα κείμενα, συνήθως σε μορφή συντομογραφίας
Μεταφράσεις
γνώμη
|
κατά την ταπεινή μου γνώμη
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | γνώμη | αἱ | γνῶμαι |
| γενική | τῆς | γνώμης | τῶν | γνωμῶν |
| δοτική | τῇ | γνώμῃ | ταῖς | γνώμαις |
| αιτιατική | τὴν | γνώμην | τὰς | γνώμᾱς |
| κλητική ὦ! | γνώμη | γνῶμαι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | γνώμᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | γνώμαιν | ||
| 1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'γνώμη' όπως «γνώμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γνώμη, ήδη τον 6ο αιώνα < θέμα γνω- < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ǵneh₃- (ξέρω, γνωρίζω) όπως και στο γιγνώσκω
Ουσιαστικό
γνώμη θηλυκό
- → ζητούμενο λήμμα
Εκφράσεις
Πηγές
- γνώμη - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- γνώμη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.