υποθέτω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- υποθέτω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὑποτίθημι με μεταπλασμό κατά το τίθημι > θέτω [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.poˈθe.to/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐πο‐θέ‐τω
- τονικό παρώνυμο: υπόθετο
Ρήμα
υποθέτω, αόρ.: υπέθεσα, παθ.φωνή: υποτίθεμαι, μτχ.π.ε.: υποτιθέμενος, π.αόρ.: υποτέθηκα/υπετέθη3o
- εξετάζω κάτι ως ενδεχόμενο ή πιθανά αληθινό χωρίς όμως να υπάρχουν στοιχεία ότι αληθεύει ή ότι σίγουρα θα επαληθευτεί μελλοντικά
Συνώνυμα
- εικάζω, κάνω εικασίες
- κάνω μια υπόθεση
- φαντάζομαι
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | υποθέτω | υπέθετα | θα υποθέτω | να υποθέτω | υποθέτοντας | |
| β' ενικ. | υποθέτεις | υπέθετες | θα υποθέτεις | να υποθέτεις | υπέθετε | |
| γ' ενικ. | υποθέτει | υπέθετε | θα υποθέτει | να υποθέτει | ||
| α' πληθ. | υποθέτουμε | υποθέταμε | θα υποθέτουμε | να υποθέτουμε | ||
| β' πληθ. | υποθέτετε | υποθέτατε | θα υποθέτετε | να υποθέτετε | υποθέτετε | |
| γ' πληθ. | υποθέτουν(ε) | υπέθεταν υποθέταν(ε) |
θα υποθέτουν(ε) | να υποθέτουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | υπέθεσα | θα υποθέσω | να υποθέσω | υποθέσει | ||
| β' ενικ. | υπέθεσες | θα υποθέσεις | να υποθέσεις | υπέθεσε | ||
| γ' ενικ. | υπέθεσε | θα υποθέσει | να υποθέσει | |||
| α' πληθ. | υποθέσαμε | θα υποθέσουμε | να υποθέσουμε | |||
| β' πληθ. | υποθέσατε | θα υποθέσετε | να υποθέσετε | υποθέστε | ||
| γ' πληθ. | υπέθεσαν υποθέσαν(ε) |
θα υποθέσουν(ε) | να υποθέσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω υποθέσει | είχα υποθέσει | θα έχω υποθέσει | να έχω υποθέσει | ||
| β' ενικ. | έχεις υποθέσει | είχες υποθέσει | θα έχεις υποθέσει | να έχεις υποθέσει | έχε υποτεθειμένο | |
| γ' ενικ. | έχει υποθέσει | είχε υποθέσει | θα έχει υποθέσει | να έχει υποθέσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε υποθέσει | είχαμε υποθέσει | θα έχουμε υποθέσει | να έχουμε υποθέσει | ||
| β' πληθ. | έχετε υποθέσει | είχατε υποθέσει | θα έχετε υποθέσει | να έχετε υποθέσει | έχετε υποτεθειμένο | |
| γ' πληθ. | έχουν υποθέσει | είχαν υποθέσει | θα έχουν υποθέσει | να έχουν υποθέσει | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
| Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) υποτεθειμένο | |||||
| Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) υποτεθειμένο | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) υποτεθειμένο | |||||
| Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) υποτεθειμένο | |||||
Παθητική φωνή: → λείπει η κλίση
Μεταφράσεις
Αναφορές
- υποθέτω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.