βρίσκω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- βρίσκω < μεσαιωνική ελληνική < αρχαία ελληνική εὑρίσκω
Ρήμα
βρίσκω, πρτ.: έβρισκα, στ.μέλλ.: θα βρω, αόρ.: βρήκα και ηύρα, παθ.φωνή: βρίσκομαι
- τελειώνω επιτυχώς μία αναζήτηση
- ↪ Θα βρεις τις πληροφορίες που ζητάς στο διαδίκτυο.
- εντοπίζω κάτι ή κάποιον σε μια κατάσταση
- ↪ Γύρισα και τον βρήκα κολλημένο στον υπολογιστή!
- νομίζω ότι κάτι ή κάποιος έχει μια ιδιότητα
- ↪ Σε βρίσκω κάπως αλλαγμένη τώρα τελευταία. (νομίζω ότι είσαι κάπως αλλαγμένη)
- ↪ Πώς τα βρίσκεις τα καινούρια συνολάκια; (Ποια είναι η γνώμη σου γι' αυτά;)
- λόγω έκτασης ή προέκτασης εμποδίζομαι κατά την κίνησή μου από κάτι ή ακουμπώ κάτι όταν κινούμαι
- ↪ Είναι τόσο ψηλός που βρίσκει στο ταβάνι.
- ↪ Θέλει σήκωμα το παραθυρόφυλλο γιατί βρίσκει στο κούφωμα, στο κάτω μέρος.
Εκφράσεις
- τα βρίσκω (με κάποιον): συμφωνώ (με κάποιον)
- τη βρίσκω: ευχαριστιέμαι κάνοντας κάτι
- ↪ Κάποιοι τη βρίσκουν με τους υπολογιστές και κάποιοι με το ψάρεμα.
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ευρίσκω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | βρίσκω | έβρισκα | θα βρίσκω | να βρίσκω | βρίσκοντας | |
| β' ενικ. | βρίσκεις | έβρισκες | θα βρίσκεις | να βρίσκεις | βρίσκε | |
| γ' ενικ. | βρίσκει | έβρισκε | θα βρίσκει | να βρίσκει | ||
| α' πληθ. | βρίσκουμε | βρίσκαμε | θα βρίσκουμε | να βρίσκουμε | ||
| β' πληθ. | βρίσκετε | βρίσκατε | θα βρίσκετε | να βρίσκετε | βρίσκετε | |
| γ' πληθ. | βρίσκουν(ε) | έβρισκαν βρίσκαν(ε) |
θα βρίσκουν(ε) | να βρίσκουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | βρήκα | θα βρω | να βρω | βρει | ||
| β' ενικ. | βρήκες | θα βρεις | να βρεις | βρες | ||
| γ' ενικ. | βρήκε | θα βρει | να βρει | |||
| α' πληθ. | βρήκαμε | θα βρούμε | να βρούμε | |||
| β' πληθ. | βρήκατε | θα βρείτε | να βρείτε | βρείτε | ||
| γ' πληθ. | βρήκαν(ε) | θα βρουν | να βρουν | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω βρει | είχα βρει | θα έχω βρει | να έχω βρει | ||
| β' ενικ. | έχεις βρει | είχες βρει | θα έχεις βρει | να έχεις βρει | ||
| γ' ενικ. | έχει βρει | είχε βρει | θα έχει βρει | να έχει βρει | ||
| α' πληθ. | έχουμε βρει | είχαμε βρει | θα έχουμε βρει | να έχουμε βρει | ||
| β' πληθ. | έχετε βρει | είχατε βρει | θα έχετε βρει | να έχετε βρει | ||
| γ' πληθ. | έχουν βρει | είχαν βρει | θα έχουν βρει | να έχουν βρει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | βρίσκομαι | βρισκόμουν(α) | θα βρίσκομαι | να βρίσκομαι | ||
| β' ενικ. | βρίσκεσαι | βρισκόσουν(α) | θα βρίσκεσαι | να βρίσκεσαι | (βρίσκου) | |
| γ' ενικ. | βρίσκεται | βρισκόταν(ε) | θα βρίσκεται | να βρίσκεται | ||
| α' πληθ. | βρισκόμαστε | βρισκόμαστε βρισκόμασταν |
θα βρισκόμαστε | να βρισκόμαστε | ||
| β' πληθ. | βρίσκεστε | βρισκόσαστε βρισκόσασταν |
θα βρίσκεστε | να βρίσκεστε | (βρίσκεστε) | |
| γ' πληθ. | βρίσκονται | βρίσκονταν βρισκόντουσαν |
θα βρίσκονται | να βρίσκονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | βρέθηκα | θα βρεθώ | να βρεθώ | βρεθεί | ||
| β' ενικ. | βρέθηκες | θα βρεθείς | να βρεθείς | |||
| γ' ενικ. | βρέθηκε | θα βρεθεί | να βρεθεί | |||
| α' πληθ. | βρεθήκαμε | θα βρεθούμε | να βρεθούμε | |||
| β' πληθ. | βρεθήκατε | θα βρεθείτε | να βρεθείτε | βρεθείτε | ||
| γ' πληθ. | βρέθηκαν βρεθήκαν(ε) |
θα βρεθούν(ε) | να βρεθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω βρεθεί | είχα βρεθεί | θα έχω βρεθεί | να έχω βρεθεί | ||
| β' ενικ. | έχεις βρεθεί | είχες βρεθεί | θα έχεις βρεθεί | να έχεις βρεθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει βρεθεί | είχε βρεθεί | θα έχει βρεθεί | να έχει βρεθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε βρεθεί | είχαμε βρεθεί | θα έχουμε βρεθεί | να έχουμε βρεθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε βρεθεί | είχατε βρεθεί | θα έχετε βρεθεί | να έχετε βρεθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν βρεθεί | είχαν βρεθεί | θα έχουν βρεθεί | να έχουν βρεθεί | ||
Μεταφράσεις
βρίσκω
ακουμπώ, εμποδίζομαι από κάτι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.