μύθος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μύθος | οι | μύθοι |
| γενική | του | μύθου | των | μύθων |
| αιτιατική | τον | μύθο | τους | μύθους |
| κλητική | μύθε | μύθοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μύθος < αρχαία ελληνική μῦθος
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈmi.θos/
Ουσιαστικό
μύθος αρσενικό
- φανταστική διήγηση για κατορθώματα ηρώων
- παραδοσιακή λαϊκή φανταστική διήγηση με ήρωες συνήθως ζώα και διδακτικό περιεχόμενο
- που έχει αποκτήσει διαστάσεις θρύλου
- η υπόθεση ενός αφηγηματικού έργου
Σύνθετα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.