μύθος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μύθος οι μύθοι
      γενική του μύθου των μύθων
    αιτιατική τον μύθο τους μύθους
     κλητική μύθε μύθοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μύθος < αρχαία ελληνική μῦθος

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈmi.θos/

Ουσιαστικό

μύθος αρσενικό

  1. φανταστική διήγηση για κατορθώματα ηρώων
  2. παραδοσιακή λαϊκή φανταστική διήγηση με ήρωες συνήθως ζώα και διδακτικό περιεχόμενο
  3. που έχει αποκτήσει διαστάσεις θρύλου
     συνώνυμα: θρύλος
  4. η υπόθεση ενός αφηγηματικού έργου

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.