μυθιστορία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μυθιστορία οι μυθιστορίες
      γενική της μυθιστορίας των μυθιστοριών
    αιτιατική τη μυθιστορία τις μυθιστορίες
     κλητική μυθιστορία μυθιστορίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μυθιστορία < ελληνιστική κοινή μυθιστορία[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /mi.θi.stoˈɾi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μυθιστορία

Ουσιαστικό

μυθιστορία θηλυκό

  1. μυθιστόρημα
  2. εξιστόρηση ενός μη πραγματικού γεγονότος

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.