μυθιστορία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μυθιστορία | οι | μυθιστορίες |
| γενική | της | μυθιστορίας | των | μυθιστοριών |
| αιτιατική | τη | μυθιστορία | τις | μυθιστορίες |
| κλητική | μυθιστορία | μυθιστορίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μυθιστορία < ελληνιστική κοινή μυθιστορία[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /mi.θi.stoˈɾi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μυ‐θι‐στο‐ρί‐α
Μεταφράσεις
μυθιστορία
|
|
Αναφορές
- μυθιστορία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.