αμύθητος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αμύθητος η αμύθητη το αμύθητο
      γενική του αμύθητου της αμύθητης του αμύθητου
    αιτιατική τον αμύθητο την αμύθητη το αμύθητο
     κλητική αμύθητε αμύθητη αμύθητο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αμύθητοι οι αμύθητες τα αμύθητα
      γενική των αμύθητων των αμύθητων των αμύθητων
    αιτιατική τους αμύθητους τις αμύθητες τα αμύθητα
     κλητική αμύθητοι αμύθητες αμύθητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αμύθητος < αρχαία ελληνική ἀμύθητος ("μη δυνάμενος να περιγραφεί με λόγια") < ἀ- στερητικό + μῦθος ("λόγος")

Επίθετο

αμύθητος, -η, -ο

  1. τεράστιος ως προς την αξία του
    αμύθητη περιουσία

  • '''μυθώδης'''

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.