μυθιστοριογραφώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μυθιστοριογραφώ < μυθιστοριογράφος + -ώ
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | μυθιστοριογραφώ | μυθιστοριογραφούσα | θα μυθιστοριογραφώ | να μυθιστοριογραφώ | μυθιστοριογραφώντας | |
| β' ενικ. | μυθιστοριογραφείς | μυθιστοριογραφούσες | θα μυθιστοριογραφείς | να μυθιστοριογραφείς | (μυθιστοριογράφει) | |
| γ' ενικ. | μυθιστοριογραφεί | μυθιστοριογραφούσε | θα μυθιστοριογραφεί | να μυθιστοριογραφεί | ||
| α' πληθ. | μυθιστοριογραφούμε | μυθιστοριογραφούσαμε | θα μυθιστοριογραφούμε | να μυθιστοριογραφούμε | ||
| β' πληθ. | μυθιστοριογραφείτε | μυθιστοριογραφούσατε | θα μυθιστοριογραφείτε | να μυθιστοριογραφείτε | μυθιστοριογραφείτε | |
| γ' πληθ. | μυθιστοριογραφούν(ε) | μυθιστοριογραφούσαν(ε) | θα μυθιστοριογραφούν(ε) | να μυθιστοριογραφούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | μυθιστοριογράφησα | θα μυθιστοριογραφήσω | να μυθιστοριογραφήσω | μυθιστοριογραφήσει | ||
| β' ενικ. | μυθιστοριογράφησες | θα μυθιστοριογραφήσεις | να μυθιστοριογραφήσεις | μυθιστοριογράφησε | ||
| γ' ενικ. | μυθιστοριογράφησε | θα μυθιστοριογραφήσει | να μυθιστοριογραφήσει | |||
| α' πληθ. | μυθιστοριογραφήσαμε | θα μυθιστοριογραφήσουμε | να μυθιστοριογραφήσουμε | |||
| β' πληθ. | μυθιστοριογραφήσατε | θα μυθιστοριογραφήσετε | να μυθιστοριογραφήσετε | μυθιστοριογραφήστε | ||
| γ' πληθ. | μυθιστοριογράφησαν μυθιστοριογραφήσαν(ε) |
θα μυθιστοριογραφήσουν(ε) | να μυθιστοριογραφήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω μυθιστοριογραφήσει | είχα μυθιστοριογραφήσει | θα έχω μυθιστοριογραφήσει | να έχω μυθιστοριογραφήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις μυθιστοριογραφήσει | είχες μυθιστοριογραφήσει | θα έχεις μυθιστοριογραφήσει | να έχεις μυθιστοριογραφήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει μυθιστοριογραφήσει | είχε μυθιστοριογραφήσει | θα έχει μυθιστοριογραφήσει | να έχει μυθιστοριογραφήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε μυθιστοριογραφήσει | είχαμε μυθιστοριογραφήσει | θα έχουμε μυθιστοριογραφήσει | να έχουμε μυθιστοριογραφήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε μυθιστοριογραφήσει | είχατε μυθιστοριογραφήσει | θα έχετε μυθιστοριογραφήσει | να έχετε μυθιστοριογραφήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν μυθιστοριογραφήσει | είχαν μυθιστοριογραφήσει | θα έχουν μυθιστοριογραφήσει | να έχουν μυθιστοριογραφήσει |
| |
Μεταφράσεις
μυθιστοριογραφώ
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.