μυθιστοριογράφος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η μυθιστοριογράφος οι μυθιστοριογράφοι
      γενική του/της μυθιστοριογράφου των μυθιστοριογράφων
    αιτιατική τον/τη μυθιστοριογράφο τους/τις μυθιστοριογράφους
     κλητική μυθιστοριογράφε μυθιστοριογράφοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μυθιστοριογράφος < μυθιστορί(α) + -ο- + -γράφος

Ουσιαστικό

μυθιστοριογράφος αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.