μυθιστορηματικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μυθιστορηματικός η μυθιστορηματική το μυθιστορηματικό
      γενική του μυθιστορηματικού της μυθιστορηματικής του μυθιστορηματικού
    αιτιατική τον μυθιστορηματικό τη μυθιστορηματική το μυθιστορηματικό
     κλητική μυθιστορηματικέ μυθιστορηματική μυθιστορηματικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μυθιστορηματικοί οι μυθιστορηματικές τα μυθιστορηματικά
      γενική των μυθιστορηματικών των μυθιστορηματικών των μυθιστορηματικών
    αιτιατική τους μυθιστορηματικούς τις μυθιστορηματικές τα μυθιστορηματικά
     κλητική μυθιστορηματικοί μυθιστορηματικές μυθιστορηματικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μυθιστορηματικός < μυθιστόρημα

Επίθετο

μυθιστορηματικός, -ή, -ό

  1. σχετικός με μυθιστόρημα
  2. που έχει τα χαρακτηριστικά μυθιστορήματος, περιπετειώδης

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.