μυθογραφώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μυθογραφώ < ελληνιστική κοινή μυθογραφέω / μυθογραφῶ < μυθογράφος < αρχαία ελληνική μῦθος + γράφω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | μυθογραφώ | μυθογραφούσα | θα μυθογραφώ | να μυθογραφώ | μυθογραφώντας | |
| β' ενικ. | μυθογραφείς | μυθογραφούσες | θα μυθογραφείς | να μυθογραφείς | (μυθογράφει) | |
| γ' ενικ. | μυθογραφεί | μυθογραφούσε | θα μυθογραφεί | να μυθογραφεί | ||
| α' πληθ. | μυθογραφούμε | μυθογραφούσαμε | θα μυθογραφούμε | να μυθογραφούμε | ||
| β' πληθ. | μυθογραφείτε | μυθογραφούσατε | θα μυθογραφείτε | να μυθογραφείτε | μυθογραφείτε | |
| γ' πληθ. | μυθογραφούν(ε) | μυθογραφούσαν(ε) | θα μυθογραφούν(ε) | να μυθογραφούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | μυθογράφησα | θα μυθογραφήσω | να μυθογραφήσω | μυθογραφήσει | ||
| β' ενικ. | μυθογράφησες | θα μυθογραφήσεις | να μυθογραφήσεις | μυθογράφησε | ||
| γ' ενικ. | μυθογράφησε | θα μυθογραφήσει | να μυθογραφήσει | |||
| α' πληθ. | μυθογραφήσαμε | θα μυθογραφήσουμε | να μυθογραφήσουμε | |||
| β' πληθ. | μυθογραφήσατε | θα μυθογραφήσετε | να μυθογραφήσετε | μυθογραφήστε | ||
| γ' πληθ. | μυθογράφησαν μυθογραφήσαν(ε) |
θα μυθογραφήσουν(ε) | να μυθογραφήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω μυθογραφήσει | είχα μυθογραφήσει | θα έχω μυθογραφήσει | να έχω μυθογραφήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις μυθογραφήσει | είχες μυθογραφήσει | θα έχεις μυθογραφήσει | να έχεις μυθογραφήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει μυθογραφήσει | είχε μυθογραφήσει | θα έχει μυθογραφήσει | να έχει μυθογραφήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε μυθογραφήσει | είχαμε μυθογραφήσει | θα έχουμε μυθογραφήσει | να έχουμε μυθογραφήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε μυθογραφήσει | είχατε μυθογραφήσει | θα έχετε μυθογραφήσει | να έχετε μυθογραφήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν μυθογραφήσει | είχαν μυθογραφήσει | θα έχουν μυθογραφήσει | να έχουν μυθογραφήσει |
| |
Μεταφράσεις
μυθογραφώ
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.