μυθολόγημα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μυθολόγημα τα μυθολογήματα
      γενική του μυθολογήματος των μυθολογημάτων
    αιτιατική το μυθολόγημα τα μυθολογήματα
     κλητική μυθολόγημα μυθολογήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μυθολόγημα < αρχαία ελληνική μυθολόγημα

Ουσιαστικό

μυθολόγημα ουδέτερο

  1. μυθική διήγηση
  2. μύθευμα
  3. φανταστικό πλάσμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.