μυθομανής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μυθομανής η μυθομανής το μυθομανές
      γενική του μυθομανούς* της μυθομανούς του μυθομανούς
    αιτιατική τον μυθομανή τη μυθομανή το μυθομανές
     κλητική μυθομανή(ς) μυθομανής μυθομανές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μυθομανείς οι μυθομανείς τα μυθομανή
      γενική των μυθομανών των μυθομανών των μυθομανών
    αιτιατική τους μυθομανείς τις μυθομανείς τα μυθομανή
     κλητική μυθομανείς μυθομανείς μυθομανή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μυθομανής < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική mythomane < αρχαία ελληνική μῦθος + μανία

Επίθετο

μυθομανής -ής -ές

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.