θρύλος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο θρύλος οι θρύλοι
      γενική του θρύλου των θρύλων
    αιτιατική τον θρύλο τους θρύλους
     κλητική θρύλε θρύλοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

θρύλος < αρχαία ελληνική θρῦλος

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈθɾi.los/

Ουσιαστικό

θρύλος αρσενικό

  1. προφορική παράδοση, συνήθως μυθική
    ο θρύλος του Μαρμαρωμένου Βασιλιά
  2. κάποιος ή κάτι που απέκτησε μεγάλη φήμη
    το όνομά του είναι θρύλος σε όλη τη χώρα
    είναι ζωντανός θρύλος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.