μυθοπλασία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μυθοπλασία οι μυθοπλασίες
      γενική της μυθοπλασίας των μυθοπλασιών
    αιτιατική τη μυθοπλασία τις μυθοπλασίες
     κλητική μυθοπλασία μυθοπλασίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μυθοπλασία < μύθος + -ο- + -πλασία (ελληνιστική κοινή μυθοπλαστία)

Ουσιαστικό

μυθοπλασία θηλυκό και μυθοπλαστία

  1. η επινόηση και δημιουργία μύθων
    Μια ταινία μυθοπλασίας.
  2. (κατ’ επέκταση) η δημιουργία ψευδών ειδήσεων ή πληροφοριών

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.