μυθικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μυθικός η μυθική το μυθικό
      γενική του μυθικού της μυθικής του μυθικού
    αιτιατική τον μυθικό τη μυθική το μυθικό
     κλητική μυθικέ μυθική μυθικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μυθικοί οι μυθικές τα μυθικά
      γενική των μυθικών των μυθικών των μυθικών
    αιτιατική τους μυθικούς τις μυθικές τα μυθικά
     κλητική μυθικοί μυθικές μυθικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μυθικός < μυθ- (< μύθος) + -ικός

Προφορά

ΔΦΑ : /mi.θiˈkos/ αρσενικό
ΔΦΑ : /mi.θiˈci/ θηλυκό
ΔΦΑ : /mi.θiˈko/ ουδέτερο

Επίθετο

μυθικός, -ή, -ό

  1. που σχετίζεται με μύθους
     συνώνυμα: μυθολογικός, μυθώδης
  2. που αποτελεί αποκύημα της ανθρώπινης φαντασίας
     συνώνυμα: επινοημένος, πλαστός, φανταστικός, ψεύτικος
  3. (μεταφορικά) που έχει μεγάλο μέγεθος, εξαιρετική δύναμη και αξία και προκαλεί το θαυμασμό

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.