επινοημένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | επινοημένος | η | επινοημένη | το | επινοημένο |
| γενική | του | επινοημένου | της | επινοημένης | του | επινοημένου |
| αιτιατική | τον | επινοημένο | την | επινοημένη | το | επινοημένο |
| κλητική | επινοημένε | επινοημένη | επινοημένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | επινοημένοι | οι | επινοημένες | τα | επινοημένα |
| γενική | των | επινοημένων | των | επινοημένων | των | επινοημένων |
| αιτιατική | τους | επινοημένους | τις | επινοημένες | τα | επινοημένα |
| κλητική | επινοημένοι | επινοημένες | επινοημένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.