πλαστός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πλαστός η πλαστή το πλαστό
      γενική του πλαστού της πλαστής του πλαστού
    αιτιατική τον πλαστό την πλαστή το πλαστό
     κλητική πλαστέ πλαστή πλαστό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πλαστοί οι πλαστές τα πλαστά
      γενική των πλαστών των πλαστών των πλαστών
    αιτιατική τους πλαστούς τις πλαστές τα πλαστά
     κλητική πλαστοί πλαστές πλαστά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πλαστός < αρχαία ελληνική πλαστός < πλάθω

Επίθετο

πλαστός -ή -ό

  1. ο επινοημένος, που είναι προϊόν της φαντασίας
    οι παραλογές έχουν πλαστή υπόθεση
  2. ο κίβδηλος, ο ψεύτικος, όχι γνήσιος
    πλαστή υπογραφή, πλαστό χαρτονόμισμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.