πλαστός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πλαστός | η | πλαστή | το | πλαστό |
| γενική | του | πλαστού | της | πλαστής | του | πλαστού |
| αιτιατική | τον | πλαστό | την | πλαστή | το | πλαστό |
| κλητική | πλαστέ | πλαστή | πλαστό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πλαστοί | οι | πλαστές | τα | πλαστά |
| γενική | των | πλαστών | των | πλαστών | των | πλαστών |
| αιτιατική | τους | πλαστούς | τις | πλαστές | τα | πλαστά |
| κλητική | πλαστοί | πλαστές | πλαστά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πλαστός < αρχαία ελληνική πλαστός < πλάθω
Επίθετο
πλαστός -ή -ό
- ο επινοημένος, που είναι προϊόν της φαντασίας
- οι παραλογές έχουν πλαστή υπόθεση
- ο κίβδηλος, ο ψεύτικος, όχι γνήσιος
- πλαστή υπογραφή, πλαστό χαρτονόμισμα
Μεταφράσεις
πλαστός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.