ξεμυάλισμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξεμυάλισμα τα ξεμυαλίσματα
      γενική του ξεμυαλίσματος των ξεμυαλισμάτων
    αιτιατική το ξεμυάλισμα τα ξεμυαλίσματα
     κλητική ξεμυάλισμα ξεμυαλίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ξεμυάλισμα < ξεμυαλίζω + -μα

Ουσιαστικό

ξεμυάλισμα ουδέτερο

  • η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ξεμυαλίζω, το να χάνει κανείς το μυαλό του παρασυρμένος από τη γοητεία κάποιου ή τις υποσχέσεις του

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.