μυαλόν

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

μυαλόν < μυαλός (αρσενικό) < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή μυαλός < αρχαία ελληνική μυελός

Ουσιαστικό

μυαλόν ουδέτερο

  1. μυαλό
  2. εγκέφαλος
  3. λογικό, νους, κρίση
  4. σύνεση

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

μυαλόν αρσενικό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.