τσερβέλο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | τσερβέλο | τα | τσερβέλα |
| γενική | του | τσερβέλου | των | τσερβέλων |
| αιτιατική | το | τσερβέλο | τα | τσερβέλα |
| κλητική | τσερβέλο | τσερβέλα | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τσερβέλο < (άμεσο δάνειο) ιταλική cervello (εγκέφαλος) < λατινική cerebellum < cerebrum < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ḱara-
Εκφράσεις
- μoυ φεύγει το τσερβέλο: εκπλήσσομαι, τρελαίνομαι, θαυμάζω, απορώ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.