αμυαλιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αμυαλιά | οι | αμυαλιές |
| γενική | της | αμυαλιάς | των | αμυαλιών |
| αιτιατική | την | αμυαλιά | τις | αμυαλιές |
| κλητική | αμυαλιά | αμυαλιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη μυαλό
Συνώνυμα
- → δείτε τη λέξη ανοησία
Μεταφράσεις
αμυαλιά
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.