αμυαλιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αμυαλιά οι αμυαλιές
      γενική της αμυαλιάς των αμυαλιών
    αιτιατική την αμυαλιά τις αμυαλιές
     κλητική αμυαλιά αμυαλιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αμυαλιά < άμυαλος + -ιά

Ουσιαστικό

αμυαλιά θηλυκό

Συγγενικά

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.