μυαλός
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | μυαλός | οἱ | μυαλοί |
| γενική | τοῦ | μυαλοῦ | τῶν | μυαλῶν |
| δοτική | τῷ | μυαλῷ | τοῖς | μυαλοῖς |
| αιτιατική | τὸν | μυαλόν | τοὺς | μυαλούς |
| κλητική ὦ! | μυαλέ | μυαλοί | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μυαλώ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | μυαλοῖν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μυαλός < μυελός
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- μυαλός < αρχαία ελληνική μυαλός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.