μυαλός

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μυαλός οἱ μυαλοί
      γενική τοῦ μυαλοῦ τῶν μυαλῶν
      δοτική τῷ μυαλ τοῖς μυαλοῖς
    αιτιατική τὸν μυαλόν τοὺς μυαλούς
     κλητική ! μυαλέ μυαλοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μυαλώ
γεν-δοτ τοῖν  μυαλοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μυαλός < μυελός

Ουσιαστικό

μυαλός αρσενικό

  1. μυελός
  2. μυαλό

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

μυαλός < αρχαία ελληνική μυαλός

Ουσιαστικό

μυαλός αρσενικό

  1. μυαλό
  2. εγκέφαλος
  3. (συνεκδοχικά) κρανίο
  4. λογικό, νους, κρίση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.