ελαφρόμυαλος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ελαφρόμυαλος | η | ελαφρόμυαλη | το | ελαφρόμυαλο |
| γενική | του | ελαφρόμυαλου | της | ελαφρόμυαλης | του | ελαφρόμυαλου |
| αιτιατική | τον | ελαφρόμυαλο | την | ελαφρόμυαλη | το | ελαφρόμυαλο |
| κλητική | ελαφρόμυαλε | ελαφρόμυαλη | ελαφρόμυαλο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ελαφρόμυαλοι | οι | ελαφρόμυαλες | τα | ελαφρόμυαλα |
| γενική | των | ελαφρόμυαλων | των | ελαφρόμυαλων | των | ελαφρόμυαλων |
| αιτιατική | τους | ελαφρόμυαλους | τις | ελαφρόμυαλες | τα | ελαφρόμυαλα |
| κλητική | ελαφρόμυαλοι | ελαφρόμυαλες | ελαφρόμυαλα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
.
Επίθετο
ελαφρόμυαλος,η,ο
- ο επιπόλαιος, ο ανόητος, ο κουφιοκέφαλος, που δεν σκέπτεται σε βάθος ή τις συνέπειες των επιλογών του
Μεταφράσεις
ελαφρόμυαλος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.