μυαλωμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μυαλωμένος | η | μυαλωμένη | το | μυαλωμένο |
| γενική | του | μυαλωμένου | της | μυαλωμένης | του | μυαλωμένου |
| αιτιατική | τον | μυαλωμένο | τη | μυαλωμένη | το | μυαλωμένο |
| κλητική | μυαλωμένε | μυαλωμένη | μυαλωμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μυαλωμένοι | οι | μυαλωμένες | τα | μυαλωμένα |
| γενική | των | μυαλωμένων | των | μυαλωμένων | των | μυαλωμένων |
| αιτιατική | τους | μυαλωμένους | τις | μυαλωμένες | τα | μυαλωμένα |
| κλητική | μυαλωμένοι | μυαλωμένες | μυαλωμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Αντώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη μυαλό
Μεταφράσεις
Αναφορές
- μυαλωμένος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.