ελαφρομυαλιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ελαφρομυαλιά | οι | ελαφρομυαλιές |
| γενική | της | ελαφρομυαλιάς | των | ελαφρομυαλιών |
| αιτιατική | την | ελαφρομυαλιά | τις | ελαφρομυαλιές |
| κλητική | ελαφρομυαλιά | ελαφρομυαλιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. Ο πληθυντικός είναι δύσχρηστος | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ελαφρομυαλιά < ελαφρόμυαλος + -ιά
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
ελαφρομυαλιά
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.