μικρόμυαλος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μικρόμυαλος | η | μικρόμυαλη | το | μικρόμυαλο |
| γενική | του | μικρόμυαλου | της | μικρόμυαλης | του | μικρόμυαλου |
| αιτιατική | τον | μικρόμυαλο | τη | μικρόμυαλη | το | μικρόμυαλο |
| κλητική | μικρόμυαλε | μικρόμυαλη | μικρόμυαλο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μικρόμυαλοι | οι | μικρόμυαλες | τα | μικρόμυαλα |
| γενική | των | μικρόμυαλων | των | μικρόμυαλων | των | μικρόμυαλων |
| αιτιατική | τους | μικρόμυαλους | τις | μικρόμυαλες | τα | μικρόμυαλα |
| κλητική | μικρόμυαλοι | μικρόμυαλες | μικρόμυαλα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /miˈkro.mɲa.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μι‐κρό‐μυα‐λος
Συνώνυμα
Συγγενικά
- μικρομυαλιά
- → δείτε τις λέξεις μικρός και μυαλό
Πηγές
- μικρόμυαλος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- μικρόμυαλος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Μεταφράσεις
μικρόμυαλος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.