μπουκώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μπουκώνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἐμπουκώνω (< ἐμβουκώνω) με σίγηση του αρχικού άτονου φωνήεντος < μπούκ(α) (βούκα) + -ώνω.[1] Δε σχετίζεται το μπουκάρω.

Προφορά

ΔΦΑ : /buˈko.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπουκώνω

Ρήμα

μπουκώνω, αόρ.: μπούκωσα, παθ.φωνή: μπουκώνομαι, π.αόρ.: μπουκώθηκα, μτχ.π.π.: μπουκωμένος

  1. (για τροφή)
    1. (μεταβατικό) παραγεμίζω το στόμα κάποιου με τροφή
    2. (αμετάβατο) χορταίνω από το πολύ φαΐ
    3. (μεταφορικά, μεταβατικό, αμετάβατο) προκαλώ κορεσμό από την υπερβολή
       συνώνυμα: μπουχτίζω
  2. (σημασία: φράζω
    1. (αμετάβατο) φράζω, βουλώνω
      μπούκωσε' η μηχανή, μπούκωσε η μύτη μου
       αντώνυμα: ξεμπουκώνω, ξεφράζω, ξεβουλώνω
    2. (μεταβατικό) παραγεμίζω έναν κινητήρα με καύσιμο προκαλώντας το σταμάτημά του
      Μην ανοίγεις πολύ το γκάζι όταν κατεβάζεις τη μανιβέλα, γιατί θα το μπουκώσεις.
       αντώνυμα: ξεμπλοκάρω, ξεμπουκώνω

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις μπουκιά και βούκα

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

Πηγές

  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
  • μπουκώνω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.