μπουκιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μπουκιά | οι | μπουκιές |
| γενική | της | μπουκιάς | των | μπουκιών |
| αιτιατική | την | μπουκιά | τις | μπουκιές |
| κλητική | μπουκιά | μπουκιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
μπουκιά θηλυκό (& βουκιά)
- μέρος τροφής που αντιστοιχεί στη χωρητικότητα του στόματος και που καταπίνουμε μονομιάς
- (μεταφορικά) πολύ μικρή ποσότητα
- ※ Παιδιά δεν είχε, σκυλιά δεν είχε, μια μπουκιά φαΐ έτρωγε. (Λεία Χατζοπούλου-Καραβία, Οι συννυφάδες)
- (μεταφορικά) μικρόσωμος
Εκφράσεις
- με την μπουκιά στο στόμα: δείχνει μεγάλη βιασύνη
- μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλη κουβέντα μη λες
- μια μπουκιά άνθρωπος
- μπουκιά και συχώριο: λέγεται για κάτι πάρα πολύ νόστιμο ή θελκτικό (συχώριο διότι α: το ωραίο φαγητό ελαττώνει τους ψυχικούς πόνους του καλοφαγά όμως όσο τρώει, εναλλακτικά β: διότι απ' το ωραίο φαγητό τρως πολύ κι αυτό με στατιστικά δεδομένα επιβαρύνει την υγεία και μειώνει την διάρκεια ζωής)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.