καύσιμο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | καύσιμο | τα | καύσιμα |
| γενική | του | καυσίμου & καύσιμου |
των | καυσίμων |
| αιτιατική | το | καύσιμο | τα | καύσιμα |
| κλητική | καύσιμο | καύσιμα | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καύσιμο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου καύσιμος < αρχαία ελληνική καύσιμος < καῦσις < καίω
Ουσιαστικό
καύσιμο ουδέτερο, συνήθως στον πληθυντικό καύσιμα
Μεταφράσεις
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.