stuff
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
- (ανεπίσημο) τα πράγματα, χρησιμοποιείται για να αναφέρεται σε μια ουσία, υλικό, ομάδα αντικειμένων κτλ. όταν δεν ξέρω το όνομα, όταν το όνομα δεν είναι σημαντικό ή όταν είναι προφανές για τι μιλάω
- ↪ We have already packed stuff for the move.
- Έχουμε ήδη αμπαλάρει τα πράγματα για τη μετακόμιση.
- ↪ We have already packed stuff for the move.
- (λογοτεχνικό, επίσημο) η στόφα, η πάστα, το πιο σημαντικό χαρακτηριστικό κάτι· κάτι στο οποίο βασίζεται ή είναι φτιαγμένο κάτι άλλο
Ρήμα
| ενεστώτας | stuff |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | stuffs |
| αόριστος | stuffed |
| παθητική μετοχή | stuffed |
| ενεργητική μετοχή | stuffing |
stuff (en)
Πηγές
- stuff (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- stuff (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 672. ISBN 9780194325684., λήμμα: πάστα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.