χορταίνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- χορταίνω < μεσαιωνική ελληνική χορταίνω < αρχαία ελληνική χορτάζω (τρέφω) < χόρτος
Ρήμα
χορταίνω, πρτ.: χόρταινα, στ.μέλλ.: θα χορτάσω, αόρ.: χόρτασα, μτχ.π.π.: χορτασμένος
- (μεταβατικό) προσφέρω σε κάποιον αρκετή τροφή ώστε να μη νιώθει πια το αίσθημα της πείνας
- (αμετάβατο) καταναλώνω αρκετή τροφή ώστε να μη νιώθω πια το αίσθημα της πείνας
- δεν θέλω άλλο φαγητό, χόρτασα
- (με αιτιατική, για να δηλωθεί αυτό που προσφέρει το αίσθημα της ικανοποίησης)
- χόρτασα καλό ψωμί και καλό κρασί αυτές τις δυο μέρες στο χωριό
- (μεταφορικά) για να δηλωθεί γενικότερα το αίσθημα της ικανοποίησης, του κορεσμού
- Χορτάσαμε γκολ στο χτεσινό αγώνα. Το τελικό σκορ ήταν 6-6!
- χόρτασε το μάτι μου θάλασσα φέτος το καλοκαίρι
- (με άρνηση) για να δηλωθεί με επίταση η συνεχής χαρά που φέρνει κάτι
- δεν χορταίνεις να τον ακούς όταν παίζει μουσική
Εκφράσεις
- ο λόγος σου με χόρτασε και το ψωμί σου φά' το: λέγεται συνήθως ειρωνικά σε κάποιον που μας στενοχώρησε
- αν δεν πεινάσουν οι φτωχοί, οι πλούσιοι δε χορταίνουν
Συγγενικά
- χορτάρι
- χορταριάζω
- χορτάριασμα
- χορταριασμός
- χορτάτος
- χόρτασμα
- χορτασμός
- χορταστικός
- χόρτο
- χόρτος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.