μπουκάρω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /buˈka.ɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπου‐κά‐ρω
Ρήμα
μπουκάρω, αόρ.: μπούκαρα/μπουκάρισα (χωρίς παθητική φωνή)
- (λαϊκότροπο) μπαίνω, εισέρχομαι, συνήθως απότομα, ξαφνικά, κάνω έφοδο
- (ναυτικός όρος) ορμάω και σπρώχνω, γεμίζω
- ↪ μπουκάρουν τα πανιά (όταν τα φουσκώνει και τα γεμίζει ο άνεμος)
- (ναυτικός όρος) μπαίνω σε λιμάνι για λίγο, για ανεδοφιασμό ή άλλο λόγο
Συγγενικά
Κλίση
- → λείπει η κλίση
Μεταφράσεις
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.