σίγηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σίγηση | οι | σιγήσεις |
| γενική | της | σίγησης* | των | σιγήσεων |
| αιτιατική | τη | σίγηση | τις | σιγήσεις |
| κλητική | σίγηση | σιγήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, σιγήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σίγηση < → λείπει η ετυμολογία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.