φαΐ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

φαΐ < μεσαιωνική ελληνική φαγί < το φαγεῖν < αρχαία ελληνική φαγεῖν, απαρέμφατο του ἔφαγον

Ουσιαστικό

φαΐ ουδέτερο

  1. το φαγητό
  2. (μεταφορικά) η κονόμα, η μάσα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.