μπούκα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπούκα οι μπούκες
      γενική της μπούκας
    αιτιατική την μπούκα τις μπούκες
     κλητική μπούκα μπούκες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μπούκα < μεσαιωνική ελληνική μπούκα

Ουσιαστικό

μπούκα θηλυκό

  1. (όπλα) το στόμιο, η οπή και το άνοιγμα, το άκρο της κάννης
    η μπούκα του τουφεκιού, του κανονιού
  2. (παρωχημένο) σήραγγα
    ανοίξανε μπούκα στο πηγάδι
    δουλεύει στις μπούκες του Λαυρίου
  3. (λαϊκότροπο) η εκβολή ενός ποταμού
  4. (αργκό) το στόμιο ή το κύριο άνοιγμα χώρου ο οποίος ανήκει σε άτομα με τα οποία έχουμε αντιθέσεις
  5. (αργκό) η έφοδος, η ξαφνική και συχνά βίαιη είσοδος σε χώρο που, συνήθως, ανήκει σε αντίπαλους ή παράνομους, το μπουκάρισμα
  6. (ναυτική) η είσοδος και έξοδος ενός λιμανιού
  7. με κεφαλαίο, τοπωνύμιο

Εκφράσεις

  • κάνω μπούκα: μπουκάρω
  • στην μπούκα (του κανονιού):
  • τον έχω στη μπούκα : τον μισώ, του την έχω στημένη, περιμένω αφορμή για να τον βλάψω ή να τον εκδικηθώ, τον έχω στο μάτι

Συνώνυμα

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

μπούκα< λατινικό bucca ή και ενετικό imbocco (είσοδος και στόμα)

Ουσιαστικό

μπούκα ( & μπούκκα & βούκκα & βουκιά & βούκιον & βουκία)

  1. η μπουκιά, η ελάχιστη ποσότητα τροφής που βάζει κάποιος στο στόμα του
  2. πιθανώς τα μάγουλα (αναφέρονται ως βούκκες)
  3. η είσοδος λιμανιού ή όρμου
  4. το πλάτος ενός πλοίου περίπου στη μέση (πιθανόν για να εκτιμάται ο χώρος που καταλαμβάνει ελλιμενιζόμενο και αγγυροβολημένο ή γενικά για να εκτιμάται το μέγεθος και η χωρητικότητά του)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.