ξεμπλοκάρω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ξεμπλοκάρω < ξε- + μπλοκάρω

Προφορά

ΔΦΑ : /kse.bloˈka.ɾo/

Ρήμα

ξεμπλοκάρω, πρτ.: ξεμπλόκαρα, στ.μέλλ.: θα ξεμπλοκάρω, αόρ.: ξεμπλόκαρα και ξεμπλοκάρισα, μτχ.π.π.: ξεμπλοκαρισμένος

  1. (μεταβατικό) απελευθερώνω εξάρτημα ενός μηχανισμού που είχε μπλοκάρει
  2. (μεταβατικό) αποκαθιστώ την ομαλή λειτουργία ενός μηχανήματος ή συστήματος
  3. (αμετάβατο) (για εξάρτημα ή μηχανισμό) απελευθερώνομαι, λειτουργώ και πάλι ομαλά
  4. (αμετάβατο) ξαναβρίσκω την φυσιολογική μου σκέψη, ζωή, συμπεριφορά μετά από μία περίοδο (στιγμιαία ή μεγαλύτερης διάρκειας) κατά την οποία το μυαλό μου ήταν αγκυλωμένο, κολλημένο, μη λειτουργικό, μη δημιουργικό, σαν να το εμπόδιζε κάτι

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.