μπουχτίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μπουχτίζω < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική بیقمق (τουρκική bıkmak) στον αόριστο bıktım

Ρήμα

μπουχτίζω, αόρ.: μπούχτισα, μτχ.π.π.: μπουχτισμένος (χωρίς παθητική φωνή)

  1. νιώθω κορεσμό και δεν θέλω άλλο
    το μπούχτισα το κρέας, ας φάμε και κανένα λαχανικό
  2. δυσφορώ από κάτι που συνεχίζεται, βαριέμαι
    μπούχτισα πια όλο κουβέντα, κουβέντα

Παράγωγα

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.