μπιραριέρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπιραριέρα οι μπιραριέρες
      γενική της μπιραριέρας
    αιτιατική την μπιραριέρα τις μπιραριέρες
     κλητική μπιραριέρα μπιραριέρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μπιραριέρα < μπιραριέρης +

Ουσιαστικό

μπιραριέρα θηλυκό

  1. (σπάνιο) θηλυκό του μπιραριέρης
  2. άλλη μορφή του μπιραρία

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.