μπιραρία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπιραρία οι μπιραρίες
      γενική της μπιραρίας των μπιραριών
    αιτιατική την μπιραρία τις μπιραρίες
     κλητική μπιραρία μπιραρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Πάγκος σερβιρίσματος σε μπιραρία.

Ετυμολογία

μπιραρία < μπίρα + -αρία

Ουσιαστικό

μπιραρία θηλυκό

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.