λυκίσκος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λυκίσκος οι λυκίσκοι
      γενική του λυκίσκου των λυκίσκων
    αιτιατική τον λυκίσκο τους λυκίσκους
     κλητική λυκίσκε λυκίσκοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
καρποί λυκίσκων

Ετυμολογία

λυκίσκος < λύκος + -ίσκος, (μεταφραστικό δάνειο) νεολατινική lupulus, υποκοριστικό του lupus (λύκος)

Προφορά

ΔΦΑ : /liˈci.skos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λυκίσκος
 

Ουσιαστικό

λυκίσκος αρσενικό

  • (βότανο) το φυτό που χρησιμοποιείται στην παραγωγή μπίρας
     συνώνυμα: ζυθόχορτο

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.