δημητριακά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τα | δημητριακά | ||
| γενική | των | δημητριακών | ||
| αιτιατική | τα | δημητριακά | ||
| κλητική | δημητριακά | |||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- δημητριακά < ελληνιστική κοινή δημητριακά, ουδέτερο του δημητριακός < αρχαία ελληνική Δημήτηρ < δᾶ (=γῆ) + μήτηρ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.