κριθάρι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κριθάρι | τα | κριθάρια |
| γενική | του | κριθαριού | των | κριθαριών |
| αιτιατική | το | κριθάρι | τα | κριθάρια |
| κλητική | κριθάρι | κριθάρια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κριθάρι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κριθάριν < ελληνιστική κοινή κριθάριον < αρχαία ελληνική κριθή
Προφορά
- ΔΦΑ : /kɾiˈθa.ɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κρι‐θά‐ρι
Ουσιαστικό
κριθάρι ουδέτερο
- (φυτό) φυτό που ανήκει στα δημητριακά (επιστημονική ονομασία Hordeum vulgare)
- (τρόφιμο) ο καρπός του φυτού αυτού
Συγγενικά
Σύνθετα
-
κριθάρι στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.