ίζημα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ίζημα | τα | ιζήματα |
| γενική | του | ιζήματος | των | ιζημάτων |
| αιτιατική | το | ίζημα | τα | ιζήματα |
| κλητική | ίζημα | ιζήματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ίζημα < (ελληνιστική κοινή) ἵζημα < ἱζάνω < ἵζω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *sisdō / *sizdō < *sed- (κάθομαι) (2. σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική sédiment)
Ουσιαστικό
ίζημα ουδέτερο
Συγγενικά
- ιζηματογενής
- ιζηματογένεση
- ιζηματοποιώ
- ιζηματοποίηση
-
ίζημα στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.