alus

Λατινικά (la)

Ουσιαστικό

alus (la) θηλυκό

Κλίση

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική alus alī
γενική alī alōrum
δοτική alō alīs
αιτιατική alum alōs
κλητική ale alī
αφαιρετική alō alīs
(β' κλίση)



Λετονικά (lv)

Ουσιαστικό

alus (lv)



Λιθουανικά (lt)

Ουσιαστικό

alus (lt)



Φινλανδικά (fi)

Ουσιαστικό

alus (fi)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.