αιτιολογικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αιτιολογικός η αιτιολογική το αιτιολογικό
      γενική του αιτιολογικού της αιτιολογικής του αιτιολογικού
    αιτιατική τον αιτιολογικό την αιτιολογική το αιτιολογικό
     κλητική αιτιολογικέ αιτιολογική αιτιολογικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αιτιολογικοί οι αιτιολογικές τα αιτιολογικά
      γενική των αιτιολογικών των αιτιολογικών των αιτιολογικών
    αιτιατική τους αιτιολογικούς τις αιτιολογικές τα αιτιολογικά
     κλητική αιτιολογικοί αιτιολογικές αιτιολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αιτιολογικός < (ελληνιστική κοινή) αἰτιολογικός

Επίθετο

αιτιολογικός, -ή, -ό

  1. που αιτιολογεί, που αναφέρει την αιτία ενός γεγονότος, πράξης κλπ
    • αιτιολογική πρόταση: δευτερεύουσα πρόταση που αιτιολογεί αυτό που αναφέρεται σε άλλη πρόταση
    • αιτιολογικός σύνδεσμος: ο σύνδεσμος που χρησιμοποιείται για να εισάγει μια αιτιολόγηση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.