κλιτός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κλιτός η κλιτή το κλιτό
      γενική του κλιτού της κλιτής του κλιτού
    αιτιατική τον κλιτό την κλιτή το κλιτό
     κλητική κλιτέ κλιτή κλιτό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κλιτοί οι κλιτές τα κλιτά
      γενική των κλιτών των κλιτών των κλιτών
    αιτιατική τους κλιτούς τις κλιτές τα κλιτά
     κλητική κλιτοί κλιτές κλιτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κλιτός < ελληνιστική κοινή κλιτός < αρχαία ελληνική κλίνω ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική déclinable[1])

Επίθετο

κλιτός

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές


Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

κλιτός ήδη από τον 4ο αιώνα κε < κλίνω  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Επίθετο

κλιτός

  1. γονατιστός, σκυφτός
  2. ταπεινός, υπάκουος
      14ος αιώνας, Φλώριος και Πατζιαφλόρα, ανωνύμου, στίχ.1237 (1236-1238)
    Καὶ ὁ Φλώριος καθέζεται καὶ λάμπει ὡς τὸ φέγγος.
    Ἡ πρόσοψή του νά 'ν' κλιτή, δείχνει ὡσὰν θλιμμένος,
    ἀλλὰ τῆς φύσης τὸ ἔκλαμπρον πάλιν νικᾷ τὴν θλῖψιν.
    Εμμανουήλ Κριαράς, Βυζαντινά Ιπποτικά Μυθιστορήματα, Αθήνα 1955, σελ. 165
      15ος αιώνας, Μαρίνος Φαλιέρος, Ιστορία και όνειρο, στίχ. 668 (στίχοι 667-668) @georgakas.lit.auth.gr
    Μὰ δὲ μπορῶ ν’ ἀντισταθῶ φοβώντα τὴ ζωή μου
    στὰ χέρια σου πολλὰ κλιτὴ τόσον καιρόν, ψυχή μου.
    Arnold F. van Gemert (επιμ.), Μαρίνου Φαλιέρου Ερωτικά Όνειρα, κριτική έκδοση με εισαγωγή, σχόλια και λεξιλόγιο [Βυζαντινή και Νεοελληνική Βιβλιοθήκη, 4], ΜΙΕΤ, Αθήνα 2006.
  3. κατηφής, θλιμμένος
      17ος/18ος αιώνας, Πέτρος Κατσαΐτης, Κλαυθμός Πελοποννήσου προς Ελλάδα, στίχ. 715 (στίχοι 715-716)
    Κλιτὸς καὶ σκοτεινὸς εἶχε κινήσει
    ὀγλήγορα νὰ φτάση πρὸς τὴ δύση.
    Εμμανουήλ Κριαράς, Κατσαΐτης. Ιφιγένεια—Θυέστης—Κλαθμός Πελοποννήσου. Ανέκδοτα έργα. Κριτική έκδοση με εισαγωγή, σημειώσεις και γλωσσάριο, Αθήνα 1950, σελ. 277
    ΣτΕ: Το έργο Κλαυθμός Πελοποννήσου προς Ελλάδα αναφέρεται στα γεγονότα της κατάκτησης της Πελοποννήσου από τους Τούρκους και ειδικότερα στην άλωση του Ναυπλίου (10 Ιουλίου 1715).
  4. απλωμένος, απλωτός

Συγγενικά

  • ἄκλιτος
  • ἀπαράκλιτος
  • ἐπίκλιτος
  • κατάκλιτος
  • κλιτότη
  • κλιτοτράχηλος
  • κλιτοτραχηλισμένος
  • ὑποκλιτός

Κλιτικοί τύποι

  • κλιτή (ονομαστική,αιτιατική και κλητική ενικού, γένους θηλυκού)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.