παθητικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | παθητικός | η | παθητική | το | παθητικό |
| γενική | του | παθητικού | της | παθητικής | του | παθητικού |
| αιτιατική | τον | παθητικό | την | παθητική | το | παθητικό |
| κλητική | παθητικέ | παθητική | παθητικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | παθητικοί | οι | παθητικές | τα | παθητικά |
| γενική | των | παθητικών | των | παθητικών | των | παθητικών |
| αιτιατική | τους | παθητικούς | τις | παθητικές | τα | παθητικά |
| κλητική | παθητικοί | παθητικές | παθητικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- παθητικός < αρχαία ελληνική παθητικός < πάσχω
Επίθετο
παθητικός
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.