μετάφραση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μετάφραση οι μεταφράσεις
      γενική της μετάφρασης* των μεταφράσεων
    αιτιατική τη μετάφραση τις μεταφράσεις
     κλητική μετάφραση μεταφράσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, μεταφράσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μετάφραση < (ελληνιστική κοινή) μετάφρασις < μεταφράζω < μετά + φράζω

Προφορά

ΔΦΑ : /meˈta.fɾa.si/

Ουσιαστικό

μετάφραση θηλυκό

  1. η μεταφορά ενός γραπτού κειμένου ή προφορικού λόγου σε μία άλλη γλώσσα
  2. (συνεκδοχικά) το μεταφρασμένο κείμενο
  3. (μαθηματικά) (γεωμετρία) γεωμετρική ορολογία, εξίσωση μετακίνησης αντικειμένου σε συγκεκριμένη απόσταση
  4. (βιολογία) η διαδικασία κατά την οποία τα μεταφορικά RNA (tRNA) συνθέτουν αμινοξέα στα ριβοσώματα με βάση το αγγελιαφόρο RNA (mRNA)
  5. (πληροφορική) η μεταγλώττιση

Συγγενικά

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.